αμφίπληκτος

αμφίπληκτος
ἀμφίπληκτος, -ον (Α)
1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές
2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -πληκτος < πλήσσω < πλήττω
(πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιπλήκτοις — ἀμφίπληκτος beaten on both sides masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιπλήκτων — ἀμφίπληκτος beaten on both sides masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”